κατς

κατς
το
είδος πάλης κατά την οποία επιτρέπονται όλες σχεδόν οι λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. catch].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατς — το (άκλ., λ. αγγλ.), είδος ελεύθερης πάλης, στην οποία επιτρέπεται κάθε σχεδόν λαβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κατς, Γιάκομπ — (JacobCats, Μπρουβερσχάφεν 1577 – Χάγη 1660). Ολλανδός διπλωμάτης και ποιητής. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια του Λέιντεν και της Ορλεάνης και, αφού άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα για μικρό χρονικό διάστημα, συνέχισε τις σπουδές του στην… …   Dictionary of Greek

  • Κατς, Νταβίντ — (DavidKatz, Κάσελ 1884 – Στοκχόλμη 1953). Γερμανός ψυχολόγος. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και εργάστηκε έως το 1919 στο ινστιτούτο ψυχολογίας του τοπικού πανεπιστημίου. Αργότερα προσκλήθηκε στο πανεπιστήμιο του Ροστόκ, όπου παρέμεινε μέχρι την άνοδο… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …   Dictionary of Greek

  • Στζόμορυ, Ντετζό — (Szomory). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου διηγηματογράφου και κωμωδιογράφου Mορ Βάιτς (Πέστη 1869 – Βουδαπέστη 1944). Άρχισε την καριέρα του ως δημοσιογράφος το 1889, για να αποφύγει τη στράτευσή του πήγε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε έως το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”